- επιξύω
- ἐπιξύω (Α) [ξύω]1. ξύνω, τρίβω πάνω σε κάτι («τυρὸν ἐπιξυσθέντα», Πλάτ.)2. (για το κρανίο) ξύνω την επιφάνεια3. αγγίζω, ψαύω με κάτι4. παθ. ἐπιξύομαιχαράζω, εγγλύφω («ἐπιξύομαι εἰκόνας λίθῳ»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
προσεπιξύω — Μ [ἐπιξύω] ξύνω επιπρόσθετα την επιφάνεια … Dictionary of Greek